Κλείσιμο

Στα ίχνη του Μίκη Θεοδωράκη

Ακολουθήστε τα βήματα του μεγάλου Έλληνα δημιουργού και εξερευνήστε τη ζωή του στη Ζάτουνα κατά την περίοδο της εξορίας του, από τον Αύγουστο του 1968 έως τον Οκτώβριο του 1969. Επισκεφθείτε μέρη που σημάδεψε με την παρουσία του και ανακαλύψτε τα γεγονότα που έμειναν ανεξίτηλα χαραγμένα στη μνήμη του.

Ι. Ναός Παναγίας Ελοβίτισσας

Κατά την περίοδο της εξορίας του στη Ζάτουνα, ο Μίκης Θεοδωράκης και η σύζυγός του επιλέγουν συχνά τον περίβολο της Παναγίας της Ελοβίτισσας για τους σπάνιους κοινούς περιπάτους τους.

Στις 21 Σεπτεμβρίου, βρίσκονται εκεί για μία τελευταία φορά πριν από τον προσωρινό αποχωρισμό τους, λίγο πριν η Μυρτώ φύγει με τα παιδιά για την Αθήνα και περίπου έναν μήνα πριν μεταφερθεί ο Μίκης στις φυλακές του Ωρωπού. Ο ίδιος, με έντονη συγκίνηση, καταγράφει στο ημερολόγιό του αυτή την τελευταία τους επίσκεψη:

«Θέλουμε να δούμε τα ίδια μέρη, με τα βλέμματά μας ζευγαρωμένα. Μας αρέσει να καθόμαστε πίσω από την Παναγία, στο πεζούλι με τις σκαλιστές πέτρες. Κάτωθέ μας ο Πευκώνας, πλάι μας οι ακακίες που αγκαλιάζουν την εκκλησία. Καθόμαστε άλλοτε ώρες πολλές. Οι φρουροί διακριτικά αποτραβιούνται στα δέκα μέτρα.»

Κεντρική πλατεία Ζάτουνας

Λίγους μήνες μετά την εγκατάσταση της οικογένειας Θεοδωράκη στη Ζάτουνα, στην πλατεία του χωριού, έξω από το εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου, εκτυλίσσεται ένα από τα πιο σοκαριστικά περιστατικά αδικαιολόγητης βίας, που εμπνέει το τραγούδι «Ο γιος μου είναι 9 χρονών».

Ο εννιάχρονος γιος του, Γιώργος, ενώ παίζει με τους φίλους του, απειλείται ξαφνικά με όπλο από έναν ενωμοτάρχη, χωρίς προφανή λόγο. Ο Μίκης, βαθιά συγκλονισμένος από τον εκφοβισμό του παιδιού του, γράφει την ίδια μέρα το τραγούδι, το οποίο συμπεριλαμβάνεται στην Αρκαδία Ι και συγκαταλέγεται στα πρώτα έργα που συνθέτει κατά την εξορία του στη Ζάτουνα.

Μουσείο Μίκη Θεοδωράκη Ζάτουνας

Στο κτίριο αυτό, κατά την περίοδο της εκτόπισης του Μίκη Θεοδωράκη, λειτουργεί το μονοθέσιο Δημοτικό Σχολείο Ζάτουνας, όπου φοιτούν τα παιδιά του μεγάλου Έλληνα δημιουργού.

Εδώ εκτυλίσσεται ένα από τα περιστατικά που ο Μίκης θυμάται μέχρι τα βαθιά του γεράματα. Είναι 25 Μαρτίου 1969, ανήμερα της εθνικής επετείου, όταν στον χώρο διοργανώνεται ένα πατριωτικό σκετς. Στο θεατρικό δρώμενο, η κόρη του, Μαργαρίτα, υποδύεται την Ελευθερία. Ο εξόριστος συνθέτης, για να παρακολουθήσει την παράσταση, χρειάζεται ειδική άδεια, η οποία του επιτρέπει την παρουσία του στην εκδήλωση, υπό την υποχρεωτική συνοδεία όλων των φρουρών του. Χρόνια αργότερα, χαρακτηρίζει το γεγονός τραγελαφικό, σχολιάζοντας:

«Η κόρη μου να συμβολίζει την Ελευθερία με το χρυσό σπαθί κι εγώ, από κάτω, κρατούμενος με τριάντα χωροφύλακες, να παρακολουθώ την ανάδυση της Ελευθερίας… της κόρης μου.»

Σήμερα το κτίριο αυτό στεγάζει το Μουσείο Μίκη Θεοδωράκη Ζάτουνας, το οποίο προβάλει τη ζωή, το έργο και την περίοδο εξορίας του κορυφαίου Έλληνα συνθέτη στο αρκαδικό χωριό (1968-1969).

Κοιμητήριο Ζάτουνας

Ο Μίκης περιγράφει σε συνέντευξή του ένα ενδιαφέρον περιστατικό που διαδραματίζεται κοντά στο νεκροταφείο του χωριού, κατά την περίοδο της εξορίας του στη Ζάτουνα. Σύμφωνα με τον ίδιο, συγκεντρώνει εκεί κρυφά τους φρουρούς του και τους διδάσκει, μετά από δικό τους αίτημα, το γνωστό τραγούδι «Είμαστε δυο, είμαστε τρεις», που περιλαμβάνεται στα Τραγούδια του Αντρέα. Μάλιστα, σχολιάζει πως η πρώτη χορωδία που τραγουδά το κομμάτι αυτό είναι των χωροφυλάκων. Ωστόσο, η ασυνήθιστη αυτή «κομπανία» γίνεται σύντομα αντιληπτή, με αποτέλεσμα, λίγο καιρό αργότερα, όλοι οι συμμετέχοντες χωροφύλακες να μετατίθενται δυσμενώς από τη Ζάτουνα.

Χωροφυλακή Ζάτουνας

Το κτίριο αυτό που, κατά την περίοδο της Χούντας, στεγάζει το διοικητήριο της χωροφυλακής, αποτελεί σημείο αναφοράς για τον εξόριστο συνθέτη κατά την εποχή του εκτοπισμού του στη Ζάτουνα. Εδώ, ο Μίκης κρατείται τις πρώτες μέρες που φτάνει στο χωριό, ενώ για το υπόλοιπο της εξορίας του οφείλει να παρουσιάζεται καθημερινά δύο φορές, συνοδευόμενος πάντα από δύο φρουρούς, και να υπογράφει.

Επίσης, στα μέσα Οκτωβρίου του 1969, στο ίδιο κτίριο βιώνει μια σκληρή τελευταία δοκιμασία, λίγο πριν αποχωρήσει από το χωριό. Μεταφέρεται εδώ βιαίως και κρατείται για περίπου τέσσερις ημέρες, πριν οδηγηθεί στις φυλακές του Ωρωπού. Τις πρώτες δύο ημέρες τις περνά στο υπόγειο της χωροφυλακής, σε άθλιες συνθήκες και απόλυτη απομόνωση. Σε ένα σκοτεινό και παγωμένο μπουντρούμι, με οροφή που δεν ξεπερνά τα 70 εκατοστά, ο εξόριστος συνθέτης παραμένει ανάμεσα σε αρουραίους και φίδια, έχοντας στη διάθεσή του μόνο μια κουβέρτα. Το φαγητό που του παρέχουν αναγκάζεται να το τρώει με τα χέρια, καθώς δεν του επιτρέπουν τη χρήση μαχαιροπίρουνου. Επιπλέον, του στερούν τα φάρμακά του, θέτοντας την ήδη επιβαρυμένη υγεία του σε σοβαρό κίνδυνο.

Το καφενείο της πλατείας

Τον Νοέμβριο του 1968, ένα συνεργείο της γερμανικής τηλεόρασης καταφέρνει να εισέλθει στο χωριό και να καταγράψει στιγμιότυπα από τη ζωή του Μίκη Θεοδωράκη στην εξορία. Στο βίντεο που σώζεται, ο εξόριστος συνθέτης εμφανίζεται στο καφενείο που βρίσκεται στην πλατεία, όπου συνηθίζει να συχνάζει, περιστοιχισμένος από χωροφύλακες. Οι τελευταίοι, ενοχλημένοι από την παρουσία της κάμερας, αντιδρούν με έντονες χειρονομίες, προσπαθώντας να απομακρύνουν τους Γερμανούς δημοσιογράφους. Τα πλάνα αυτά  ταξιδεύουν σε όλο τον κόσμο και προκαλούν κύμα αποδοκιμασίας στη διεθνή κοινή γνώμη για το καθεστώς της Χούντας.

Σπίτι Μίκη Θεοδωράκη

Η οικογένεια Θεοδωράκη εγκαθίσταται στον όροφο ενός παλιού πέτρινου αγροτόσπιτου, που βρίσκεται πάνω στον κεντρικό δρόμο του χωριού. Το σπίτι διαθέτει δύο δωμάτια, απαρχαιωμένο εξοπλισμό και μια σόμπα φωταερίου για τον βαρύ χειμώνα. Ο Μίκης περνά τον περισσότερο χρόνο του στο κύριο δωμάτιο, άλλοτε διαβάζοντας βιβλία, άλλοτε συνθέτοντας μουσική ή παίζοντας πιάνο. Από το τρανζίστορ ακούει κρυφά ξένους ραδιοφωνικούς σταθμούς για τις πολιτικές εξελίξεις.

Το κτίριο φρουρείται όλο το 24ωρο από ένστολους, ενώ τα βράδια φωτίζεται με τεράστιους προβολείς. Σε αυτές τις συνθήκες, ο Μίκης συνθέτει έντεκα κύκλους τραγουδιών, τις λεγόμενες Αρκαδίες, τις οποίες καταφέρνει να φυγαδεύσει μυστικά στο εξωτερικό. Τα έργα του ταξιδεύουν σε όλο τον κόσμο, ενώ ο ίδιος παραμένει «όμηρος» στα βουνά της Αρκαδίας.

Καφενείο Τέρρη

Πρόκειται για ένα από τα δύο καφενεία που σύχναζε ο Μίκης Θεοδωράκης κατά την περίοδο της εξορίας του στη Ζάτουνα. Στις λίγες ώρες περιορισμένης ελευθερίας που του επιτρέπονταν, ερχόταν κάπου κάπου εδώ, αναζητώντας μια ανάσα από τον διαρκή εγκλεισμό και την απομόνωση, πάντα υπό το άγρυπνο βλέμμα των φρουρών. Και τα δύο καφενεία του χωριού αποτέλεσαν για τον εξόριστο συνθέτη σημαντικούς τόπους κοινωνικής επαφής. Αψηφώντας συχνά τους περιορισμούς, ο Μίκης, όταν βρισκόταν εδώ, αντάλλασσε ελεύθερα κουβέντες με τους ντόπιους, έπινε παρέα και αστειευόταν μαζί τους. Πού και πού, όλοι μαζί τραγουδούσαν δημοτικά τραγούδια και, ενώνοντας τις φωνές τους, έκαναν τη δική τους αντίσταση στο καθεστώς, καθώς φούντωνε μέσα τους η λαχτάρα για ελευθερία. Οι παρέες στα δύο καφενεία του χωριού χάρισαν στον Μίκη πολύτιμες στιγμές και ζεστές αναμνήσεις, μέσα από τις οποίες δημιούργησε ισχυρούς δεσμούς φιλίας, που άφησαν ανεξίτηλο αποτύπωμα στη Ζάτουνα.